- πυρπάλαμος
- πυρπᾰλᾰμος sens. dub.,1 of the firehand (Gildersleeve) πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός (i. e. ?“ firebolt from the hand of”) O. 10.80
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πυρπάλαμος — ον, και τ. ουσ. πυρπαλάμης, ὁ, Α 1. ο επιδέξια κατεργασμένος με τη χρήση φωτιάς ή αυτός που εκτινάσσεται σαν φλόγα φωτιάς («πυρπάλαμον βέλος» ο κεραυνός, Πινδ.) 2. (το ουσ.) ὁ πυρπαλάμης (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (για πρόσ.) α) αυτός που… … Dictionary of Greek
πυρπάλαμον — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire masc acc sg πυρπάλαμος cunningly wrought from fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρπαλάμη — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire fem nom/voc sg (attic epic ionic) πυρπαλαμάω pres imperat act 2nd sg (doric) πυρπαλαμάω pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) πυρπαλαμάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρπαλάμην — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire fem acc sg (attic epic ionic) πυρπαλαμάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) πυρπαλαμάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρπαλάμης — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire fem gen sg (attic epic ionic) πυρπαλαμάω pres ind act 2nd sg πυρπαλαμάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρπαλάμους — πυρπάλαμος cunningly wrought from fire masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek